O απεσταλμένος του αυτοκράτορα προς τον πραίτορα, λατιν.: legatus Augusti pro praetore ήταν ο επίσημος τίτλος του κυβερνήτη ή στρατηγού ορισμένων αυτοκρατορικών επαρχιών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατά την εποχή της Ηγεμονίας, συνήθως των μεγαλύτερων ή εκείνων όπου υπήρχαν λεγεώνες σταθμευμένες. Οι επαρχίες ονομάζονταν αυτοκρατορικές, εάν ο κυβερνήτης τους εκλεγόταν από τον αυτοκράτορα, σε αντίθεση με τις συγκλητικές επαρχίες, των οποίων οι κυβερνήτες (που ονομάζονταν ανθύπατοι) εκλέγονταν από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο.
Ένας legatus Augusti ήταν πάντα συγκλητικός υπατικού ή πραιτοριανού βαθμού (δηλαδή, που είχε προηγουμένως το αξίωμα του υπάτου ή του πραίτορα). Ωστόσο, η θέση τού κυβερνήτη της Αιγύπτου (praefectus Aegypti) ήταν απαράμιλλη, γιατί αν και ιππέας (eques, Ρωμαίος ιππότης) είχε λεγεώνες υπό τις διαταγές του. Μερικές μικρότερες αυτοκρατορικές επαρχίες όπου δεν είχαν βάση για λεγεώνες (π.χ. η Μαυριτανία, η Θράκη, η Ραιτία, το Noρικόν και η Ιουδαία) διοικούνταν από ιππείς prefecti (νομάρχες), και αργότερα ορίστηκαν επίτροποι (procuratores), που διοικούσαν μόνο βοηθητικές δυνάμεις. Ο legatus Augusti ήταν ταυτόχρονα επικεφαλής της επαρχιακής διοίκησης, αρχιδικαστής αξιωματούχος και αρχιστράτηγος όλων των στρατιωτικών δυνάμεων, που έδρευαν στην επαρχία (λεγεώνες και βοηθητικό στράτευμα). Η μόνη λειτουργία έξω από την αρμοδιότητα τού legatus ήταν τα οικονομικά (η είσπραξη των αυτοκρατορικών φόρων και εσόδων), την οποία διαχειριζόταν ένας ανεξάρτητος επίτροπος, ο οποίος αναφερόταν απευθείας στον Αυτοκράτορα.
Στη στρατιωτική ιεραρχία, οι άμεσοι υφιστάμενοι τού legatus ήταν οι legati legionis (οι διοικητές των λεγεώνων, που έδρευαν στην επαρχία), οι οποίοι με τη σειρά τους διοικούσαν τους tribuni militum (ανώτατοι επιτελείς της λεγεώνας) και τους praefecti (διοικητές) των βοηθητικών συνταγμάτων των εξαρτημένων στη λεγεώνα.
Το 68 μ.Χ., 15 από τις συνολικά 36 επαρχίες διοικούνταν από legati Augusti: Ταρρακωνησία (Ισπανίας), Λουζιτανία, Ακουιτανική Γαλατία, Λουγδουνική Γαλατία, Βελγική Γαλατία, Βρετανία, Κάτω Γερμανία, Άνω Γερμανία, Μοισία, Δαλματία Γαλατία, Καππαδοκία, Λυκία και Παμφυλία, Συρία και Νουμιδία. [1]
Μία πλάκα που βρέθηκε στο οχυρό Μπέμινγκ, στο Kίπφενμπεργκ της Βαυαρίας, αναφέρεται τις οικοδομικές εργασίες που έγιναν στο οχυρό το 181. Η πρωτότυπη πλάκα βρίσκεται στο Μουσείο Προϊστορίας και Πρώιμης Ιστορίας τού Άιστατ. Στη φωτογραφία είναι αντίγραφό της στο Ρωμαϊκό και Βαυαρικό Μουσείο τού Κίπφενμπεργκ. Φέρει την επιγραφή, όπου η λέξη Κόμμοδος έχει διαγραφεί:
Δηλ. [Όταν] ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Λεύκιος Αυρήλιος Αντωνίνος Αύγουστος [Κόμμοδος], νικητής επί των Αρμενίων, Πάρθων, Γερμανών και Σαρματών είχε την τριβουνική εξουσία για VI φορά, την υπατική για ΙΙΙ φορά, ο πατέρας της πατρίδας, [τότε] ο Spicius Cerialis απεσταλμένος τού Αυτοκράτορα υπέρ τού πραίτορα, σημαιοφόρος της Λεγεώνας ΙΙΙ Ιταλικής, οχυρώσεις ανήγειρε φροντίδι τού πράκτορα Ιούλιου Ιουλίνου εκατόνταρχου, επίσης πόρτες -με πύργους- τέσσερις. [Το έργο] ολοκλήρωσε ο Αίλιος Φόρτις εκατόνταρχος της Λεγεώνας ΙΙΙ Ιταλικής, πραιπόσιτος της κοόρτης Ι Breucorum [και αυτό έγινε το έτος] ΙΙΙ τού Αυτοκράτορα, επί της τού Burro υπατείας.